Ο Θεοδωράκης μπόρεσε μέσα από τις λαϊκότροπες μελωδίες του να βάλει την ποίηση μέσα στα σπίτια των απλών ανθρώπων, επιλέγοντας να περάσει τα σπαρακτικά λόγια της μάνας για το νεκρό παιδί της, μέσα από το ζεϊμπέκικο αλλά και τον ήχο του μπουζουκιού , πράγμα που πίκρανε αρχικά το Γιάννη Ρίτσο, άσχετα αν αργότερα παραδέχτηκε ότι ο συνθέτης είχε δίκιο.
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος σε ηλικία 27 ετών το 1936 εκδίδει για πρώτη φορά την ποιητική συλλογή «Επιτάφιος» επηρεασμένος από τη φωτογραφία της μάνας που θρηνεί το γιό της, Τάσο Τούση που έχασε τη ζωή του σε διαδήλωση καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη. Το 1938 η δικτατορία Μεταξά έκαψε τα περισσότερα αντίτυπα μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και το 1958 επανεκδίδεται. Ο ποιητής στέλνει ένα αντίγραφο στον Μίκη στο Παρίσι ο οποίος ενθουσιάζεται και γράφει τις παρτιτούρες για 8 ποιήματα του «Επιταφίου».
Ο Θεοδωράκης έχοντας σε μεγάλη εκτίμηση το σπουδαίο ταλέντο, του φίλου του και για κάποια χρόνια ιδεολογικά συνοδοιπόρου του Μάνου Χατζιδάκι, του στέλνει τις παρτιτούρες και εκείνος αποδέχεται με μεγάλη χαρά την ενορχήστρωσή τους. Με αυτό το τρόπο οι δύο «πυλώνες» της Ελληνικής μουσικής, καταγράφουν την πρώτη συνεργασία τους που έμελλε να είναι «επεισοδιακή»
Τον Αύγουστο του 1960 ηχογραφείται ο «Επιτάφιος» σε ενορχήστρωση του Χατζιδάκι με τη Νάνα Μούσχουρη. Ο Μίκης που στο μεταξύ είχε επιστρέψει από το Παρίσι, παρακολουθεί τις πρόβες, αλλά το αποτέλεσμα δεν τον ικανοποιεί. Ο Χατζιδάκις ακολουθώντας κατά γράμμα τη θεματολογία των ποιημάτων δημιουργεί μια λυρική άποψη του έργου έχοντας την άποψη ότι ότι δεν πρέπει να φωνάζουμε τη συγκίνησή μας κι αν είναι καλά μελοποιημένη, θα φανεί. Άλλωστε η Νάνα Μούχουρη στην βιογραφία της αφηγείται στο Φώτο Απέργη (εκδ. Λιβάνη): «Εδώ πρέπει να γίνεις μάνα, πρέπει να γίνεις αδερφή του σκοτωμένου και να θρηνήσεις για τα νιάτα του, μου έλεγε ο Μάνος καθώς είχα σκύψει πάνω από τους σπαρακτικούς στίχους του Ρίτσου»
Ο Μίκης Θεοδωράκης επιμένοντας στη αρχική του ιδέα ότι θα έπρεπε να κινηθεί σε πιο δραματικούς λαϊκούς τόνους, σε συνεννόηση με τον Τάκη Λαμπρόπουλο, το αφεντικό της Columbia, ηχογραφεί το Σεπτέμβριο του 1960 την δικιά του εκδοχή. Επιλέγει στο μπουζούκι τον κορυφαίο Μανώλη Χιώτη και στην ερμηνεία τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, που γνώριζε από την εποχή της εξορίας του στη Μακρόνησο Υπήρχε η πρόταση της δισκογραφικής εταιρείας για το Στέλιο Καζαντζίδη που ήταν το Νο1 στο λαϊκό τραγούδι και πρώτος σε πωλήσεις, αλλά ο Θεοδωράκης είχε εντυπωσιαστεί από την καθαρή, απέριττη, σχεδόν δωρική φωνή του Μπιθικώτση και θεωρούσε ότι ταίριαζε περισσότερο στην απόδοση του έργου, άσχετα με τις αρχικές αντιρρήσεις του ερμηνευτή που όταν πρωτοάκουσε τους στίχους γύρισε στο Χιώτη και του είπε: « Ρε Μανώλη θα ξεφτιλιστούμε!!»
Οι δύο εκδόσεις πυροδοτήσαν αντιπαραθέσεις μέχρι και συζητήσεις για το ποια από τις δύο ήταν η καλύτερη. Στη συζήτηση για το έργο, η εστία του Συλλόγου Κρητών Σπουδαστών γέμισε από κόσμο που ήθελε να την παρακολουθήσει, ενώ οι εφημερίδες της εποχής ασχολήθηκαν επί μακρόν φιλοξενώντας δηλώσεις των πρωταγωνιστών.
Ήταν η πρώτη φορά που η ποίηση και η μελοποίησή της έγινε αντικείμενο τόσων συζητήσεων και βέβαια η απαρχή της «εισβολής» της ποίησης στη μουσική και η ευρύτερη αποδοχή της από τον κόσμο. Η μουσική άποψη του Θεοδωράκη δικαιώθηκε πλήρως. Η δική του έκδοση γνώρισε τεράστια επιτυχία, εκμηδενίζοντας την εκδοχή Χατζιδάκι. Τα λόγια του Ρίτσου έφτασαν στα χείλη των απλών ανθρώπων και το Ελληνικό τραγούδι κέρδισε μια πολύ σπουδαία φωνή, αυτή του Μπιθικώτση, τη στιγμή που ίδιος, απογοητευμένος με την εξέλιξη της καριέρας του, ήθελε να εγκαταλείψει το τραγούδι.
Τραγούδια: Που πέταξε τ' αγόρι μου/Χείλι μου μοσκομύριστο/Μέρα Μαγιού μου μίσεψες/Βασίλεψες αστέρι μου/Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός/Στο παραθύρι στεκόσουν/Να χα τ' αθάνατο νερό/Γλυκέ μου συ δεν χάθηκες
Εκδόσεις
1η ηχογράφηση (Αύγουστος 1960)Ερμηνεία: Νάνα Μούσχουρη
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Καίτη Θύμη
Μπουζούκι: Μανώλης Χιώτης